ἐκτόπιος

ἐκτόπιος
ἐκτόπιος
put away
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εκτόπιος — ἐκτόπιος, α, ον (Α) 1. απομακρυσμένος, μακριά από έναν τόπο («ἀπάγετ ἐκτόπιόν με» απομακρύνατέ με από τον τόπο, Σοφοκλ.) 2. ξένος, αλλοδαπός, όχι εντόπιος 3. εξωτικός, θαυμάσιος, παράδοξος …   Dictionary of Greek

  • ἐκτόπιον — ἐκτόπιος put away masc acc sg ἐκτόπιος put away neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτοπίους — ἐκτόπιος put away masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτόπια — ἐκτόπιος put away neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτόπιοι — ἐκτόπιος put away masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτοπίαν — ἐκτοπίᾱν , ἐκτόπιος put away fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”